- ἱερόδρομος
- ἱερό-δρομος, ον,A flowing in a sacred stream,
ὕδωρ Epigr.Gr.835b4
([place name] Berytus): poet. [pref] ἱρό-, running in sacred races, Philox. 15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕδωρ Epigr.Gr.835b4
([place name] Berytus): poet. [pref] ἱρό-, running in sacred races, Philox. 15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερόδρομος — ἱερόδρομος, ποιητ. τ. ἱρόδρομος, ον (Α) 1. αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες 2. (για πηγή) αυτή που τρέχει ως ιερό ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ( ο)* + δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμφί δρομος, υψί δρομος] … Dictionary of Greek
ἱερόδρομον — ἱερόδρομος flowing in a sacred stream masc/fem acc sg ἱερόδρομος flowing in a sacred stream neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ιροδρόμος — ἱροδρόμος, ὁ (Α) ποιητ. τ. τού ιεροδρόμος* … Dictionary of Greek